- κατηφῶ
- κατηφέωto be downcastpres subj act 1st sg (attic epic doric)κατηφέωto be downcastpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… … Dictionary of Greek
κατηφιώ — (Α κατηφιῶ, άω, επικ. μτχ. κατηφιόων)* (δ. γρφ. τού κατηφώ) είμαι κατηφής, είμαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηφῶ, κατά τα ρ. σε ιάω, ιῶ, δηλωτικά ασθένειας, πρβλ. ιλλιγ ιώ, λαρυγγ ιώ] … Dictionary of Greek